αμαδολογώ

αμαδολογώ
(μονάχα στον ενεστ. και τον πρτ.), παίζω τις αμάδες: Χαράκια (βράχους) αμαδολόγαγε (ακριτικό τραγούδι).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”